- φύτοτρο(ν)
- το, Νβοτ. κλιματιζόμενη εγκατάσταση για ανάπτυξη φυτών υπό αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες, χάρη στη δυνατότητα μεταβολής τών διαφόρων παραγόντων που υπεισέρχονται στον καθορισμό τού κλίματος μέσα στην εγκατάσταση αυτή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. / γαλλ. phytotron (< φυτό + επίθημα -τρο(ν)*), λ. που πλάστηκε κατ' αναλογία προς τη λ. κύκλο-τρον].
Dictionary of Greek. 2013.