φύτοτρο(ν)

φύτοτρο(ν)
το, Ν
βοτ. κλιματιζόμενη εγκατάσταση για ανάπτυξη φυτών υπό αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες, χάρη στη δυνατότητα μεταβολής τών διαφόρων παραγόντων που υπεισέρχονται στον καθορισμό τού κλίματος μέσα στην εγκατάσταση αυτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. / γαλλ. phytotron (< φυτό + επίθημα -τρο(ν)*), λ. που πλάστηκε κατ' αναλογία προς τη λ. κύκλο-τρον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φύτοτρο — το (φυσιολ.), εργαστήριο όπου γίνεται η μελέτη των φυσικών και χημικών συνθηκών με τις οποίες αναπτύσσονται τα φυτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτοκοκκώδη — (protococcales). Oνομάζονται και χλωροκοκκώδη. Χλωρόφυτα: Αποτελούν παράλληλη σειρά με τα βολβοκώδη, είναι όμως ακίνητα και μόνο την περίοδο του πολλαπλασιασμού παρουσιάζουν ζωοσπόρια με 2 μαστίγια. Σε ορισμένα μόνο γένη παρατηρείται εγγενής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”